Συγκλονίζει η κατάθεση της 37χρονης παιδοκτόνου από τη Βέροια, η οποία πριν από λίγες ημέρες είχε σκοτώσει το μόλις 6 μηνών βρέφος της.
«Ξέρω ότι σκότωσα το παιδί μου αλλά δεν ήταν το παιδί μου εκείνη την ώρα αλλά κάτι άλλο. Έβλεπα ότι δεν έπινε το γάλα και άρχισα να γίνομαι βίαιη. Πίεσα με τα γόνατά μου την κοιλιά του. Δεν θυμάμαι να έκανα κάτι άλλο. Ντρέπομαι, θέλω να πεθάνω», ανέφερε αρχικά στην κατάθεσή της, σύμφωνα με το Mega.
«Πήρα το κινητό μου και τράβηξα ένα βίντεο για να υπάρχει το ντοκουμέντο ότι σκότωσα τον βρικόλακα. Πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου και μετά την αδερφή μου για να έρθουν σπίτι να τους δείξω κάτι. Τους έλεγα ‘’αν του δώσετε αίμα θα γίνει καλά’’. Μετά την πράξη μου ήταν σαν να λύθηκαν τα μάγια. Βασανίζομαι όλες αυτές τις ημέρες», δήλωσε.
«Δεν είχα βοήθεια από τους γονείς μου. Εκείνοι βοηθούσαν την αδερφή μου. Οι γονείς μου αν και λένε ότι με αγαπούν ήταν καταπιεστικοί απέναντί μου. Έφυγα από το σπίτι όταν αρραβωνιάστηκα. Έκανα το πρώτο μου παιδί το 2017. Πάντα ήθελα να κάνω οικογένεια και παιδιά επειδή προέρχομαι από πολύτεκνη οικογένεια», ισχυρίστηκε αναφορικά με τους γονείς της.
Κακοποιητικοί και οι 2 σύζυγοι της κατήγγειλε η 37χρονη
Η 37χρονη είχε διακόψει τους τελευταίους μήνες την φαρμακευτική της αγωγή και η κατάστασή της επιδεινώθηκε: «Πήρα αγωγή για 6 μήνες και όταν σταμάτησα υποτροπίασα και σε αυτό συνέβαλε και η συμπεριφορά του πρώτου μου συζύγου. Ήταν εξυβριστικός και κακοποιητικός. Δεν σκέφτηκα όμως να τον καταγγείλω. Έπαιρνα ενέσιμη θεραπεία μια φορά το μήνα. Τον δεύτερο σύζυγο τον γνώρισα τον Μάιο. Ήθελε οικογένεια και παιδιά αλλά όχι εμένα. Ήταν και εκείνος κακοποιητικός και με είχε χτυπήσει όταν ήμουν έγκυος. Τον Σεπτέμβριο με χτύπησε στο πρόσωπο και έπαθα διάτρηση τυμπάνου. Έσπερνε διχόνοιες στα παιδιά μου. Δεν είχε ιδιαίτερο δέσιμο ούτε με τον γιο του. Κυρίως, η μάνα του με βοηθούσε. Ήταν αδιάφορος. Δεν ερχόταν να δει το παιδί».
Και συνέχισε λέγοντας, «Το τελευταίο διάστημα έβλεπα πράγματα υπερφυσικά, έβλεπα τα 3 μου παιδιά με άλλα μάτια, πολύ πονηρά λες και ήταν κάτι μέσα τους. Εκεί που κοιμόμασταν χοροπηδούσε το κρεβάτι. Τα έλεγα στους γονείς μου αλλά δεν με πίστευαν. Μου έλεγαν να πάω σε ψυχίατρο γιατί δεν με καταλάβαιναν με αυτά που έλεγα».
«Δεν κοιμόμουν και άρχισα να βλέπω πράγματα που οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονταν. Καθόμασταν και τρώγαμε και εγώ έβλεπα σκιές πάνω από τα κεφάλια τους σε σχήμα λύκου ή κουνελιού, μια μαγκούρα μεγάλη και μικρή. Έβλεπα γενικά αντικείμενα λες και ήταν σημάδια, λες και κάποιος τα τοποθετούσε με τέτοιο τρόπο για να μας έχει δεμένους. Όταν το πάθαινα αυτό πήγαινα αμέσως εκκλησία. Ένιωθα πως κάποιος με κυνηγούσε και γενικά ένιωθα το κακό. Νοσηλεύτηκα στην ψυχιατρική κλινική αλλά τους φοβόμουν γιατί δεν μου άρεσε το βλέμμα τους», κατέληξε.