Ο Ηλίας Σιμόπουλος γεννήθηκε στο Καστανοχώρι (πρώην Κραμποβό) Αρκαδίας στις 23 Νοεμβρίου 1913. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε για μακρά περίοδο το δικηγορικό επάγγελμα. Παράλληλα, από τα νεανικά του χρόνια επιδόθηκε στην ποίηση. Από μαθητής στο γυμνάσιο είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύονταν στη «Διάπλαση των Παίδων», την «Παιδική Χαρά» και άλλα έντυπα.
Στο διάστημα 1934 – 1936 ήταν Γραμματέας της Καλλιτεχνικής Επιτροπής στην «Ενωτική Συνομοσπονδία των Εργατών Ελλάδας» (με μέλη, μεταξύ άλλων, τους Κώστα Βάρναλη, Γιάννη Ρίτσο και Μενέλαο Λουντέμη) και σκηνοθέτης στο Εργατικό της Θέατρο.
Το καλοκαίρι του 1936 με την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά η λογοκρισία σταμάτησε την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του με τίτλο «Εναγώνια», που βρισκόταν στο τυπογραφείο. Αργότερα, για την όλη δραστηριότητά του συνελήφθη από την ειδική ασφάλεια, βασανίστηκε κι εκδιώχθηκε από τη σχολή εφέδρων αξιωματικών. Πιο μπροστά, μετά από αλλεπάλληλες επιδρομές στο σπίτι του, κατασχέθηκαν όλα του τα χειρόγραφα και καταστράφηκε όλο του το αρχείο. Πήρε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας και την Εθνική Αντίσταση.
Το 1946 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή «Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο» και με το έργο του «Αρκαδική Ραψωδία» (1958), καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της χώρας. Ακολούθησε πλειάδα ποιητικών συλλογών: «Έκτη Εντολή» (1959), «Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές» (1961), «Το μεγάλο ποτάμι» (1964), «Τεκμήρια» (1968), «Τα ρόδα της Ιεριχώς» (1970), «Το τετράδιο της γης» (1971), «Μικρές Μαρτυρίες» (1972), «Εναγώνια» (1974), «Προσπελάσεις» (1976), «Σημαφόροι» (1980), «Εσπερινός Απόλογος» (1983), «Οι πληγές και τα παράθυρα» (1986), «Μακρινό Ταξίδι» (1990), «Πέτρες» (1992), «Ράθυμες ώρες» (2010). Το 1989 και το 1990 εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη τα «Άπαντά» του σε δύο τόμους. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Κινέζικα, τα Ιταλικά, τα Ρώσικα και σε αρκετές ακόμα γλώσσες.
Ασχολήθηκε, επίσης, με φιλολογικές μελέτες και κριτική λογοτεχνίας και θεάτρου κι έγινε μέλος κριτικών επιτροπών, όπως η επιτροπή κρίσης Κρατικού Βραβείου Ποίησης. Διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, η οποία το 2011 τον πρότεινε για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει οι συνθέτες Γιάννης Σπανός («Ο θρήνος της μάνας»), Ιωσήφ Μπενάκης («Αρκαδική Ραψωδία», «Ο Φονιάς», «Ο ύμνος της ειρήνης»), Ηλίας Στασινός («Ύμνος στα Λύκαια») και Φαίδων Πρίφτης («Ο Φονιάς»).
Ο Ηλίας Σιμόπουλος πέθανε στις 30 Αυγούστου 2015, σε ηλικία 101 χρονών.
Κρίσεις για το έργο του
Ως ποιητής, ο Σιμόπουλος, σε ένα μεγάλο μέρος τού έργου του, δεν φαίνεται να βασανίζεται πολύ με προβλήματα μορφής, ακόμη και «αρτιότητας» στίχου και ρυθμού. Η πορεία του, πέρα από την μορφή, είναι μια αγωνία να εκφράσει την περιπέτεια και τα αδιέξοδα ενός έθνους και ενός κόσμου σε μια μακριά περίοδο πολεμικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δοκιμασιών. Ακριβώς αυτό το άγχος —το δίλημμα— αποδοχής τής σκληρής πραγματικότητας μαρτυρεί όλη η ποίησή του. Ένα άγχος όμως που αγωνίζεται —τραγικά μερικές φορές— να το κατανικήσει.
Πάσχει μαζί με την εποχή του, με τους συνανθρώπους του. Πράος, ωστόσο, από ιδιοσυγκρασία, αποφεύγει τις εκρηκτικές εκφραστικές διεξόδους και αυτό ίσως τον παγιδεύει, μερικές φορές, σε εύκολους λεκτικούς συμβολισμούς και χαμηλούς τόνους ή σε έναν ελάσσονα θρήνο. Πίσω όμως από αυτή την επιφάνεια είναι έντονα αισθητή η σιωπηρή κραυγή και η υπόκωφη δόνηση —που μαρτυρεί άλλωστε την παρουσία της με σποραδικές εκρήξεις.